- βρότειον
- βρότειοςmortalmasc acc sgβρότειοςmortalneut nom/voc/acc sgβρότειοςmortalmasc/fem acc sgβρότειοςmortalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρότειος — βρότειος, α, ον και βρότεος, η, ον (Α) [βροτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι») … Dictionary of Greek
θυηπολώ — θυηπολῶ, έω (Α) [θυηπόλος] 1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος* 2. (μτθ.) θυσιάζω κάτι («γέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῑν», Σοφ. 3. παθ. θυηπολούμαι γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῑται δ ἄστυ μάντεων ὕπο» η… … Dictionary of Greek
κρούνωμα — κρούνωμα, τὸ (Α) μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα ωμα (πρβλ. αέτ ωμα, κεφάλ ωμα)] … Dictionary of Greek